χρονογράφος

χρονογράφος
ο
1. αυτός που γράφει χρονικά.
2. αυτός που γράφει χρονογραφήματα στις εφημερίδες.
3. στην αστρονομία, όργανο μέτρησης του χρόνου κατά τις αστρονομικές παρατηρήσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρονογράφος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφος — ο, ΝΜΑ συγγραφέας χρονικών, χρονικογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συγγραφέας χρονογραφημάτων 2. τεχνολ. α) συσκευή, κατά κανόνα μορφής ωρολογιού, η οποία, πέρα από την ένδειξη τής ώρας, έχει και καταμετρητή χρονικών διαστημάτων β) αυτογραφική …   Dictionary of Greek

  • χρονογράφοις — χρονόγραφος chronicler masc dat pl χρονογράφος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφον — χρονογράφος masc/fem acc sg χρονογράφος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφου — χρονόγραφος chronicler masc gen sg χρονογράφος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφους — χρονόγραφος chronicler masc acc pl χρονογράφος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφων — χρονόγραφος chronicler masc gen pl χρονογράφος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφῳ — χρονόγραφος chronicler masc dat sg χρονογράφος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφοι — χρονογράφος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογραφώ — χρονογραφῶ, έω, ΝΜ [χρονογράφος] είμαι χρονογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συντάσσω χρονογραφήματα 2. μετρώ με χρονογράφο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”